νοητικότητα

νοητικότητα
η
ο τρόπος που εκδηλώνεται η νόηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοητικός. Η λ., στον λόγιο τ. νοητικότης, μαρτυρείται από το 1884 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετράποδος — η, ο / τετράποδος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράποδα ζωολ. γενική ονομασία τών σπονδυλοζώων που φέρουν δύο ζεύγη ποδιών προσαρμοσμένων στη χερσαία μετακίνηση, σε αντιδιαστολή προς τα δίποδα νεοελλ. το …   Dictionary of Greek

  • Αναξαγόρας — I (Κλαζομενές 499/8 Λάμψακος 428/7 π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα, όπου και συνδέθηκε με στενή προσωπική και πνευματική φιλία με τον Περικλή. O δεσμός αυτός, όμως, και η μεγάλη επίδραση του φιλοσόφου στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”